Τι είναι η Παιγνιοθεραπεία
Η Παιγνιοθεραπεία είναι μια ολοκληρωμένη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που αξιοποιεί δημιουργικούς τρόπους έκφρασης. Κατά συνέπεια, δεν επηρεάζεται από τους περιορισμούς στη γλωσσική έκφραση, πράγμα που την καθιστά ιδανική και για παιδιά μικρότερων ηλικιών. Βασίζεται στην εγγενή τάση του ανθρώπου να παίζει, η οποία εμφανίζεται από πολύ πρώιμη ηλικία και αποσκοπεί στο να τον βοηθήσει να κατανοήσει τον περιβάλλον του και τον κόσμο γύρω του, αλλά και να τον βοηθήσει να οργανώσει την ενδοψυχική του πραγματικότητα με έναν τρόπο χαλαρό, αποζημιωτικό και ευχάριστο. Ακολουθεί τη φυσική εξέλιξη του παιχνιδιού στον άνθρωπο, και γι’ αυτό ανήκει σε αυτό που ονομάζουμε «εξελικτικές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις».
Το παιχνίδι είναι μια φυσική κατάσταση για τον άνθρωπο. Εμφανίζεται ήδη από την εμβρυϊκή περίοδο, είτε αυθόρμητα – όπως μας έχουν επιτρέψει να γνωρίσουμε τα σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία που μας δίνουν ζωντανές εικόνες από τα έμβρυα στη μήτρα – είτε όταν η μαμάδες σκαρώνουν αυτοσχέδια παιχνίδια με τα αγέννητα παιδιά τους. Μετά τη γέννηση και κατά τον πρώτο χρόνο, το παιχνίδι περιλαμβάνει κυρίως το μόνο εργαλείο μπορεί να ελέγξει το βρέφος: το ίδιο του το σώμα και τις αισθήσεις του. Βασίζεται λοιπόν σε κινήσεις και ερεθίσματα που διεγείρουν τις αισθήσεις του, τα οποία μπορεί να προέρχονται απ’ το ίδιο το βρέφος ή και απ’ το περιβάλλον του. Το παιχνίδι αυτό ονομάζεται αισθητηριακό ή ενσωματικό και συνιστά το πρώτο στάδιο του παιχνιδιού.
Από το δεύτερο χρόνο ζωής τα βρέφη στρέφουν το ενδιαφέρον τους στα αντικείμενα. Αρχικά εξερευνούν τις ιδιότητες – χρήσεις των αντικειμένων και στη συνέχεια κάνουν τις πρώτες απόπειρες να τα χρησιμοποιήσουν ως εργαλεία ή να τους αποδώσουν κάποιο ιδιαίτερο νόημα, το οποίο σιγα-σιγά διευρύνεται και σταδιακά εξελίσσεται σε μια μικρή ιστορία. Όσο το παιδί μεγαλώνει τόσο πιο πλούσιο και πολύπλοκο μπορεί να γίνεται αυτό το περιεχόμενο. Η φάση αυτή του παιχνιδιού που διαρκεί περίπου μέχρι τα τρία χρόνια της ζωής, ονομάζεται προβολικό παιχνίδι και παίρνει το όνομά της από το γεγονός ότι τα αντικείμενα επενδύονται με νόημα, μέσω του μηχανισμού της προβολής: τα παιδιά προβάλουν τα συναισθήματα και τις ιδέες τους πάνω στα αντικείμενα και τα καθιστούν κομμάτια της ιστορίας τους και της ενδοψυχικής τους πραγματικότητας.
Και όσο τα παιδιά εξασκούνται στο να διαμορφώνουν ιστορίες με πρωτότυπο νόημα και ιδιαίτερο σενάριο, μεγαλώνοντας μετά τα 3 χρόνια κάνουν τις πρώτες προσπάθειες να γίνουν και τα ίδια κομμάτι της ιστορίας που διαμορφώνουν αναλαμβάνοντας τα ίδια έναν ενεργό ρόλο στο παιχνίδι τους. Αυτό είναι το στάδιο του ρόλου, το οποίο παίρνει το όνομά του από τη νεοαποκτηθείσα ικανότητα του παιδιού να υποδύεται τα χαρακτηριστικά κάποιου άλλου.
Καθώς το παιδί αναπτύσσεται, τα τρία αυτά είδη του παιχνιδιού εξελίσσονται, εμπλουτίζονται και προσφέρουν στο παιδί ολοένα και μεγαλύτερες δυνατότητες να αποτυπώνει τον εσωτερικό του κόσμο, να τον εξερευνά, να τον κατανοεί και να τον αλλάζει. Η συμβολική ποιότητα του παιχνιδιού και της φαντασίας, με τις ατέλειωτες δυνατότητες που προσφέρει το καθιστούν αυτό δυνατό. Επίσης, τα παιδιά έχουν πλέον τη δυνατότητα να συνδυάζουν διάφορα ή και όλα τα είδη του παιχνιδιού σε ένα νέο εξελιγμένο παιχνίδι, το οποίο πλέον ονομάζουμε «δραματοποιημένο παιχνίδι», το οποίο τους προσφέρει μια πιο ολοκληρωμένη βιωματική εμπειρία.
Ακολουθώντας τις αρχές αυτές η παιγνιοθεραπεία προσφέρει τη δυνατότητα σε παιδιά αλλά και ενήλικες να εκφραστούν για όσα τους απασχολούν ή τους δυσκολεύουν με τρόπους που δεν χρειάζεται να είναι αποκλειστικά λεκτικοί. Όπως εύλογα γίνεται κατανοητό, μπορεί να γίνει ένας πολύ φυσικός τρόπος επικοινωνίας για τα παιδιά, για τα οποία το παιχνίδι συνιστά έναν αυθόρμητο τρόπο αλληλεπίδρασης. Όμως είναι σημαντικό να ξεκαθαριστεί ότι η παιγνιοθεραπεία διαφέρει σημαντικά από το αυθόρμητο παιχνίδι του παιδιού στο σπίτι. Το ίδιο το παιχνίδι ως μέσο προσφέρει τη δυνατότητα στο παιδί να κατανοήσει την πραγματικότητά του και τα συναισθήματά του και να τα αλλάξει αν χρειαστεί. Όμως, για να γίνει αυτό, χρειάζεται να θέσει το πλαίσιο – δηλαδή τις θεραπευτικές προϋποθέσεις – ένας κατάλληλα εκπαιδευμένος θεραπευτής. Το παιχνίδι πάντα έχει τη δυνατότητα να αποφορτίσει συναισθηματικά ένα παιδί και να το ψυχαγωγήσει.
Χωρίς την παρουσία εξειδικευμένου ψυχοθεραπευτή όμως, είναι αδύνατο να αλλάξει παθολογικά πρότυπα συμπεριφοράς, να εκφορτίσει μπλοκαρισμένα συναισθήματα που μπορεί να οδηγούν σε συμπτώματα συναισθηματικής αιτιολογίας ή να συμβάλλει στη διαχείριση δυσλειτουργικών σχέσεων.
|
Η Παιγνιοθεραπεία δεν είναι θεατρικό παιχνίδι ή δημιουργική απασχόληση
Η Παιγνιοθεραπεία ασκείται αποκλειστικά από εξειδικευμένους παιγνιοθεραπευτές. Ο εξειδικευμένος παιγνιοθεραπευτής χρειάζεται να έχει ολοκληρώσει τέσσερα χρόνια ψυχοθεραπευτικής εκπαίδευσης η οποία περιλαμβάνει έναν συνδυασμό πρακτικής άσκησης και θεωρητικής εκπαίδευσης. Επίσης, είναι απαραίτητη προϋπόθεση να έχει κάνει έναν σημαντικό αριθμό ωρών ατομικής ή ομαδικής ψυχοθεραπείας, και αντίστοιχες ώρες εποπτευόμενης κλινικής εργασίας. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι απαραίτητα για να μπορεί κανείς να ασκήσει ψυχοθεραπεία ως παιγνιοθεραπευτής και γι’ αυτό η Παιγνιοθεραπεία είναι κάτι πολύ περισσότερο από τις διάφορες δραστηριότητες δημιουργικής απασχόλησης που συμπεριλαμβάνουν το παιχνίδι ως μέσο προσέγγισης.
Διαφέρει επίσης και από το θεατρικό παιχνίδι, το οποίο είναι ένα εξαιρετικό ψυχοπαιδαγωγικό μέσο, δεν αποτελεί όμως ψυχοθερπαευτική μέθοδο.
|
Παιγνιοθεραπεία και για ενήλικες
Αν και η Παιγνιοθεραπεία είναι μια ψυχοθεραπευτική μέθοδος ιδιαίτερα προσφιλής στα παιδιά λόγω των χαρακτηριστικών της, ωστόσο δεν απευθύνεται μόνο σε παιδιά. Απευθύνεται και σε ενήλικες οι οποίοι έχουν ανάγκη να εκφραστούν, αλλά δυσκολεύονται να μιλήσουν για όσα τους προσβληματίζουν. Πολύ συχνά οι επώδυνες εμπειρίες ζωής το καθιστούν δύσκολο να μιλά κανείς γι’ αυτές. Η Παιγνιοθεραπεία μπορεί να δώσει τη δυνατότητα να εξερευνήσει κανείς τραυματικές εμπειρίες με έναν τρόπο που προσφέρει μια μεγαλύτερη αίσθηση ασφάλειας, αξιοποιώντας τη δυναμική του συμβολικού χώρου αλληλεπίδρασης. Επιπλέον, βοηθά τους ενήλικες να συνδεθούν με την δημιουργική τους ενέργεια, την οποία συνήθως εσφαλμένα οι περισσότεροι αισθανόμαστε ότι χρειάζεται να εκγαταλείψουμε ως αποτέλεσμα της ενηλικίωσης. Η δημιουργική μας ενέργεια είναι ο φορέας της ζωτικής μας δύναμης που διευκολύνει τη σύνδεση με τον εαυτό μας.
|
Οικογενειακή Παιγνιοθεραπεία και Filial Θεραπεία
Ιδιαίτερη αγάπημενη μορφή παιγνιοθεραπείας είναι αυτή που απευθύνεται σε ολόκληρη την οικογένεια, και μπορεί να πάρει δύο μορφές: οικογενειακή παιχγιοθεραπεία και Filial Therapy.
Στην οικογενειακή Παιγνιοθεραπεία, μέσα από δημιουργικούς τρόπους και κυρίως μέσα από οικογενειακό παιχνίδι μπορούμε να εξερευνήσουμε και να διαμορφώσουμε την δυναμική των οικογενειακών σχέσων. Τα παιδιά ενθουσιάζονται γιατί πολύ συχνά δεν έχουν ευκαιρείες να παίξουν με ολόκληρη την οικογένειά τους ταυτόχρονα, και όσο εκείνα απολαμβάνουν τη διαδικασία, οι γονείς μαθαίνουν να αφουγκράζονται τις ανάγκες τους και να τα κατανοούν καλύτερα. Αλλά και για τους γονείς η οικογενειακή παιγνιοθεραπεία είναι μια συγκλονιστική εμπειρία, καθώς συνήθως δυσκολεύονται να φανταστούν πώς μέσα από μια τόσο χαλαρή και παιγνιώδη διαδικασία ανακαλύπτουν τόσες πληροφορίες για τις οικογενειακές τους σχέσεις και μαθαίνουν πώς να διαμορφώνουν την οικογενειακή δυναμική με τρόπο που να περνούν όλοι καλά – και οι μικροί, αλλά και οι μεγάλοι!
Η filial θεραπεία είναι μια διαφορετική παραλλαγή της οικογενειακής παιγνιοθεραπείας στην οποία οι γονείς «εκπαιδεύονται» πώς να παίζουν με τα παιδιά τους ακολουθώντας τις αρχές της παιγνιοθεραπείας, με σκοπό να αναλάβουν οι ίδιοι να τα υποστηρίξουν στην πορεία τους να μάθουν να εκφράζουν τις συναισθηματικές τους ανάγκες. Στην ιδιαίτερη αυτή μορφή παιγνιοθεραπείας, ο θεραπευτής υποστηρίζει τον γονιό να λειτουργεί παιγνιοθεραπευτικά με σκοπό να γίνει ο ίδιος ο γονιός ο συντονιστής της «θεραπευτικής» παρέμβασης του παιδιού του (σε αντίθεση προς την οικογενειακή παιγνοθεραπεία στην οποίο ο συντονισμός της παρέμβασης γίνεται από τον θεραπευτή). Η filial θεραπεία απαιτεί μεγάλη δέσμευση από την πλευρά του γονιού που θα επιλέξει να την εξασκήσει. Όμως το μεγάλο της πλεονέκτημα είναι η ιδιαίτερη και πραγματικά μοναδική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο γονιό και το παιδί του, η οποία χαρακτηρίζεται από κατανόηση, ουσιαστική επικοινωνία, αυθεντική και οριοθετημένη αλληλεπίδραση, και φυσικά ένα βαθύ συναισθηματικό δέσιμο.
Είναι σημαντικό να ξεκαθαριστεί εδώ, ότι ο γονιός μαθαίνει να αφουγκράζεται τις ανάγκες και να διευκολύνει τη συναισθηματική έκφραση αποκλειστικά του δικού του παιδιού, κατ’ επέκταση δεν θα μπορούσε να εξασκήσει τη συγκεκριμένη γνώση και σε άλλα παιδιά.
|